- προεφοδιάζομαι
- Α [ἐφοδιάζομαι]1. προμηθεύομαι τα αναγκαία εφόδια για ταξίδι2. καθοδηγούμαι κατάλληλα, μού δίνουν τις οδηγίες που πρέπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεφοδιαζόμενος — προεφοδιάζομαι to be provided pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)